Swindle - ορισμός. Τι είναι το Swindle
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Swindle - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
The Swindle; Swindling; Swindles; $windle; Swindle (disambiguation); Swindle (film); Swindel

swindle         
v. (D; tr.) to swindle out of (to swindle smb. out of money)
Swindle         
·noun The act or process of swindling; a cheat.
II. Swindle ·vt To cheat defraud grossly, or with deliberate artifice; as, to swindle a man out of his property.
swindle         
(swindles, swindling, swindled)
If someone swindles a person or an organization, they deceive them in order to get something valuable from them, especially money.
A City businessman swindled investors out of millions of pounds...
VERB: V n out of n
Swindle is also a noun.
He fled to Switzerland rather than face trial for a tax swindle.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Swindle

A swindle is a kind of fraud or confidence trick.

Swindle may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Swindle
1. Friday, said Tuscaloosa Police Chief Ken Swindle.
2. He has absolutely no credibility," Swindle added.
3. Swindle laughed when he heard Giuliani‘s comment.
4. Investigators called it the largest swindle of its kind.
5. That‘s plain silly." It‘s not silly, though, to Orson Swindle.